πρόσεδρος

πρόσεδρος
-η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος
2. πάρεδρος
νεοελλ.
φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου
2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»
μτφ. τού καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρό-εδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόσεδρος — sitting near masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέδρου — πρόσεδρος sitting near masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσεδροι — πρόσεδρος sitting near masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρικώς — Α επίρρ. 1. σημαντικά, σπουδαία 2. επιμελώς 3. πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσεδρος, μέσω ενός επιθ. *προσεδρικός + επιρρμ. κατάλ. ῶς] …   Dictionary of Greek

  • Πάλλης, Αλέξανδρος — I (Πειραιάς 1851 – Λίβερπουλ 1935). Έλληνας λογοτέχνης και μεταφραστής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό. Φοίτησε για λίγο στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ύστερα πήγε στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”