- πρόσεδρος
- -η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος2. πάρεδροςνεοελλ.φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλουαρχ.(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»μτφ. τού καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρό-εδρος].
Dictionary of Greek. 2013.